επήτεια

επήτεια
ἐπήτεια, η (Α)
βλ. επητύς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπητεία — ἐπητείᾱ , ἐπήτεια fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπητείᾳ — ἐπητείᾱͅ , ἐπήτεια fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήτεια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπητείῃσι — ἐπήτεια fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπητείῃσιν — ἐπήτεια fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επητύς — ἐπητύς και έπήτεια, η (Α) [επητής] φιλοφροσύνη, ευμένεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”